- πρόσταξη
- η / πρόσταξις, -άξεως, ΝΜΑ [προστάσσω]διαταγή, προσταγήαρχ.1. πρόσθετη τοποθέτηση ενός πράγματος σε ένα άλλο2. τοποθέτηση πρόσθετων στρατευμάτων στη φάλαγγα3. φρ. α) «πρόσταξιν ποιοῡμαι»α) προστάζωβ) (στην Αθήνα) απαιτώ ορισμένο αριθμό πλοίων από τις συμμαχικές πόλειςβ) «τὴν πρόσταξιν ποιοῡμαι»(στην Αθήνα) καθορίζω τον αριθμό τών πλοίων που πρόκειται να ναυπηγηθούν από καθεμιά από τις συμμαχικές πόλειςγ) «ἄτιμοι κατὰ προστάξεις»(στο αττ. δικ.) ποινή που συνεπαγόταν μερική ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων τών πολιτώνδ) «ἐκ προστάξεως» — κατόπιν διαταγής.
Dictionary of Greek. 2013.